Thursday 7 June 2007

Α-Β

Πάλι γράφω
για να γκρινιάξω και να κλαφτώ
και πάλι φοβάμαι
ότι θα αποφύγω τον πυρήνα
[την αλήθεια δηλαδή]
ότι με συμβολισμούς και παραβολές
θα καταλήξω σε άλλα θέματα.
Διότι κάθε φορά
θέλω να ξεσπάσω
και αρχίζω από αυτό
και φθάνω να μιλάω
για μια πατούσα.
Κάθε φορά
φοβάμαι να εκτοξεύσω το πραγματικό
γιατί αυτό μπορεί να πέσει στα μάτια σου
και να καώ.
Κάθε φορά που γράφω για σένα
νομίζω πως με διαβάζεις στα κρυφά
και ότι βουβά με σχολιάζεις.
Μα εγώ φοβάμαι να με σχολιάζεις
και γι'αυτό αδειάζω αυτό εδώ
γεμίζοντάς το με ξέμπαρκα πραγματάκια
αντί να το γεμίζω
με ειλικρίνεια και θάρρος
[ίσως και θράσσος].
Αυτή τη φορά
ούτε θα εντυπωσιάζω για να εντυπωσιάσω
ούτε θα απολογηθώ για να μην με παρεξηγήσεις.
Αυτή τη φορά
θα πετάξω τη λάσπη σε μάτια ανοιχτά
που κλείνω όταν γράφω
δήθεν για να ονειροπολώ
αλλά στην ουσία
για να κρύβομαι σαν στρουθοκάμηλος.

Ας συλλάβω λοιπόν
την απόκρυφή μου σκέψη.
Αρχίζω σιγά σιγά
[δεν χρειάζεται βία άλλωστε]
να με αποκωδικοποιώ:

Το τραγούδι που ακούω μ' αρέσει και τελειώνει
σιγά σιγά κι αυτό.
Θέλω να προλάβω να γράψω μέσα στη διάρκειά του
αλλά δεν έχει νόημα να τρέξω
επειδή θα κουραστώ.

Μα, αν είναι δυνατόν,
να υπάρχουν σημεία τόσο δικά σου
σημεία θνητά, όμως, και αναλώσιμα
που τελειώνουν...
[όχι, όχι, δεν ήθελα να το πω έτσι.
Ας το πω τότε διαφορετικά].
Ξέρεις τι είσαι;
Στον νου μου, ξέρεις τι είναι η ανάμνησή σου;
Είναι ένας νεκρός
σε μία τρύπα στη γη.
Τώρα τον θάβουν.
Τού πετούν χώμα οι νεκροθάφτες.
Και ενώ σκεπάζεται από γη
εγώ τρέχω και τον ξεσκεπάζω
μην τυχόν και καλυφθεί οριστικά.
Αυτοί οι μαλάκες την είδαν για πλάκα
να σού πετούν χώμα
και να γελούν μαζί μου που σε ξεσκεπάζω.
Ίσως να είμαι κι εγώ μαλάκας
[που συνεχίζω]
γιατί τα νύχια μου μάζεψαν πολύ χώμα
και,
εντάξει...
Νομίζω πως πονούν κι όλας.

Όμως, αλήθεια, αυτό ίσως και να σε αδικεί.
Ναι...Γιατί η ανάμνησή σου δεν είναι μόνο αυτό.
Βλέπεις,
ώρες ώρες μού θυμίζεις
σώμα νεκρό
[μα πάλι;]
που μόλις πέθανε
και που το βάζω στην καρέκλα
[να καθήσει;
Όχι, να προσπαθήσει να καθήσει]
τού κουνώ τους ώμους
το τραντάζω, φωνάζω
"Ξύπνα! Ξύπνα!"
και αυτό συνέχεια πέφτει.
"Μα γιατί πια δεν στερεώνεσαι;"
Πού πήγε η ισορροπία σου,
οι μύες σου;
Αλήθεια, πού πήγαν;

Μωρέ, δεν πα' να πέφτεις και απ' την καρέκλα...
Δεν θα παρακαλώ
σώμα νεκρό να αναστηθεί.
"Μην βούλεσαι πράγματα ανημπόρετα να μπορέσεις".
Κάπως έτσι δεν το έλεγε η παραμάνα;
Όχι ότι με ενδιαφέρει δηλαδή. Αφού αυτό εννοoύσε.
[ή έστω, αυτό εννοώ εγώ τώρα.
Μήπως γίνομαι εγωίστρια λίγο λίγο;]
Για αυτό εγω στο λέω, πτώμα:
Άμα θες να σηκωθείς, σήκω.
Άμα θες να πας να την πέσεις σε τάφο, πήγαινε.

Δημοκρατία δεν έχουμε στο κάτω-κάτω;

Ωραία, λοιπόν, όσοι νεκροί θέλουν
ας αναστηθούν
ας μείνουν νεκροί
και όσοι ζωντανοί θέλουν
ας προσπαθούν σκόπιμα
ας χάνουν τον εαυτό τους.
Τι ωραία που είναι η δημοκρατία:
Όποιος θέλει ας ζήσει
όποιος θέλει ας πάει να κόψει τον λαιμό του.

Λέω να τελειώσω
μιας και τελικά
περισσότερο τσαντίστηκα
παρά σε εκτίμησα.
Λέω να καθιερώσω και εσωτερική δημοκρατία,
τη μία ας σε ανεβάζω
την άλλη ας σε πετάω στον τοίχο.
Βέβαια, ακόμα δεν καταλαβαίνω,
γιατί πια τόση δράση-αντίδραση
τόση φάση-αντίφαση
και πραγματικά
τόση αναποφασιστικότητα;

Δεν ξέρω.
Άντε, παίξε και εσύ τώρα:
Θα μού πεις
ή
δεν θα μού πεις
γιατί
δεν
αποφασίζω;

No comments: