Thursday 12 July 2007

Time

Οδηγούσε από το μεσημέρι χωρίς συνοδηγό. Το αυτοκίνητο, ως παλιό, δεν ήταν για πολλά πολλά. Και ήλιος, ζέστη. Είχε κρεμάσει το χέρι της έξω από το παράθυρο και αυτό καιγόταν. Ο δρόμος, άλλωστε, ήταν μακρύς και ευθύς. Ίσως η ενόχληση του καψίματος να τής προκαλούσε κάποιο ενδιαφέρον.

Στον δρόμο δεν υπήρχαν αυτοκίνητα. Υπήρχαν, δηλαδή, αλλά ελάχιστα, και όταν εμφανιζόταν κάποιο, υπήρχε μια αλληλοκατανόηση μεταξύ των οδηγών. Αυτό φαινόταν, ο ένας κοίταζε τον άλλο με αχρωμάτιστη ευγνωμοσύνη.

Η πορεία ήταν πολύ συγκεκριμένη. Και το σκηνικό στη διαδρομή. Ο δρόμος –όπως ήδη είπα- ήταν μια μεγάλη ευθεία, με ξεθωριασμένες στροφές. Η ευθεία του δρόμου, ουσιαστικά, ήταν μια γκρίζα λωρίδα, χρώμα που δεν ταίριαζε με το ανοιχτό καφέ του φυσικού τοπίου.

Περίμενε πάλι να είναι μπερδεμένη, να θέλει να αφεθεί και να νιώσει για πολλοστή φορά ότι είναι η αδύναμη της υπόθεσης και η δικαιολογημενη. Αποφάσισε ότι πρέπει να το αλλάξει αυτό. Αποφάσισε, όχι απαραίτητα και κατάφερε. Ήταν στη φάση της εξέλιξης. Ίσως να είχε αρχίσει να ενοχλείται, ίσως και να ήθελε να αλλάξει κάτι.

Σκέφτηκε ότι πρέπει να αλλάξει το αυτοκίνητο και να αγοράσει καινούριο, ότι πρεπει να βρει δουλειά, ότι δεν θα μπορούσε ποτέ της να βγάλει τα λεφτά που ήθελε. Σκεφτόταν ότι το αυτοκίνητο κάνει τη δουλειά του, ότι το αυτοκίνητο ήταν του πατέρα της, ότι δεν συζήτησε ποτέ με τον πατέρα της.

Ποτέ της δεν θυμόταν να ενεργοποιήσει τον τηλεφωνητή όταν έφευγε από το σπίτι.

Η δύση είναι πάντα ήρεμη, όμως. Για αυτό και τότε τής άρεσε να οδηγεί. Η μέρα ήταν ενοχλητικά φανταχτερή και η νύχτα επικίνδυνη. Η νύχτα πάντα σε κάνει να νιώθεις το ίδιο δυνατός και αδύναμος. Η μέρα σε προσγειώνει απότομα. Η μέρα και η νύχτα πάντα τη δυσκόλευαν.

Πάντα θυμόταν τα γενέθλια του πατέρα της.
Ποτέ όμως δεν τού είπε χρόνια πολλά.
Επειδή πάντα ήθελε να τού το πει τρυφερά, επειδή πάντα ντρεπόταν, επειδή πάντα έλεγε «του χρόνου», επειδή ποτέ δεν κατάφερε να το πει «φέτος», επειδή ποτέ δεν επιστρέφει το «φέτος» όταν γίνεται «πέρσυ», επειδή ποτέ ξανά δεν θα υπάρξει «του χρόνου».





Thursday 5 July 2007

To μπαλκόνι

Ξυπνούσε νωρίς κάθε πρωί, ξυπνούσε όταν ξημέρωνε, χωρίς να βάζει ξυπνητήρι. Σηκωνόταν από το κρεββάτι και τίναζε την ιδρωμένη της νυχτικιά, που είχε κολλήσει στη μέση της. Τα πόδια της πήγαιναν σαν μεθυσμένα μέχρι την τουαλέτα και μετά συνέχιζαν σταθερά προς την κουζίνα. Ετοίμαζε πρόχειρα τον καφέ της με τρεις κουταλιές ζάχαρη, έβγαινε έξω στο μπαλκόνι της και καθόταν στην καρέκλα.

Η καρέκλα ήταν λευκή και πλαστική, ήταν μια απλή καρέκλα. Τα πόδια της ακουμπούσαν πάνω στο πλαστικό και ίδρωναν, οι πατούσες της στηρίζονταν χαμηλά στα κάγκελα. Έσφιγγε τα μάτια της μέσα από τα γυαλιά της για να βλέπει καλύτερα μακρυά. Βέβαια, το μπαλκόνι της Μαρουδής βρισκόταν σχετικά χαμηλά, δεν χρειαζόταν και τόσο να σμίγει τα φρύδια της για να ξεχωρίσει τους περαστικούς στο βάθος. Από το ύψος ενός τυχαίου πρώτου ορόφου της περιοχής κοίταζε τον δρόμο, τα σκυλιά, τους ανθρώπους που γυρνούσαν από τα ψώνια και σίγουρα άμα την παρατηρούσες για ώρα, θα άκουγες σε συχνά διαστήματα

-Γεια σου, Μαρουδή.
-Ωπ! Πώς είσαι βρε Σοφία;
-Ε, καλά, μωρέ.Εδώ πέρα.
-Ε, τι να κάνουμε...Άντε γεια.
-Γεια. Χαιρετίσματα στον Κώστα.


Καθώς εφευγε αυτός που τη χαιρετούσε, η Μαρουδή τον κοίταζε μέχρι να εμφανιστεί ο επόμενος περαστικός και να επικεντρωθεί πάνω του. Παρατηρούσε αναλυτικά τον κόσμο, άλλωστε πάντα τής άρεσε να παρατηρεί τους ανθρώπους. Κοίταζε μέσα από τις γραμμές των καγκέλων τις γριές με τις σακκούλες και τις συνέκρινε με τον εαυτό της. Ένιωθε παντα νεότερη. Μετά τη σύγκριση, ερχόταν εκείνο το αμείληκτο μήπως.

Στο μπαλκόνι υπήρχε εκείνη η μικρή τηλεόραση. Ήταν μαύρη, γύρω στις 17 ίντσες, με πρίμο ήχο, και τσίριζε μόνη της, είτε η Μαρουδή ήταν εκεί είτε έλειπε.

Ναι, η Μαρουδή έδινε πολλές ώρες από τον εαυτό της στην τηλεόραση. Συνήθως την είχε συνοδευτικά ανοιχτή, καθώς έβλεπε έξω τη γειτονιά. Όταν παρακολουθούσε, μάλιστα, έπαιρνε και μαγειρεμένο φαγητό να μασουλάει. Τότε άκουγες το γαργαλιστικό και παχύ γέλοιο της να πνίγει τα σχόλιά της για αυτά που έβλεπε.



Κάθε μέρα άρχιζε με κατούρημα στην τουαλέτα και με κοίταγμα στους περαστικούς και με κουτσομπολιό και με τηλεόραση. Τελείωνε με εκείνη να αποκοιμάται στην καρέκλα του μπαλκονιού και με την τηλεόραση να βουΐζει μέχρι αργά. Η κάθε νύχτα έχανε τη μαύρη της φύση από εκείνες τις σπασμωδικές νευρικές εναλλαγές χρωμάτων των απανωτών εικόνων πάνω στο πρόσωπο της Μαρουδής.



Φοβάμαι τη Μαρουδή. Πάντα φοβόμουν τη Μαρουδή. Επειδή αυτή δεν ήταν πάντα έτσι...
Γιατί φοβάμαι τις πιθανές αλλαγές μου; Πάλι εγώ θα είμαι.