Thursday 31 May 2007


Τον τελευταίο μήνα (Μάιος πάει να πει) νομίζω ότι το υποσυνείδητό μου μού πέταξε ό,τι μού κρατούσε για χρόνια. Εκείνες τις δύο φορές που ξύπνησα ένιωσα να μπρερδεύω το γνωστό μου σύμπαν με αυτό του ονείρου. Δεν άντεχα, έσκαγα. Και τότε είναι που σηκώνεσαι από όπου έχεις κοιμηθεί, κάθεσαι βουβός με το κεφάλι να σκύβει χαμηλά και αναλογίζεσαι. Δεν μπορείς να περιγράψεις το τι είδες -πόσο μάλλον το τι ένιωσες- και περιμένεις μέχρι να ανακυκλωθεί το όλο σενάριο στα πεταχτά μπροστά σου. Τότε είναι που θες οπωσδήποτε να μιλήσεις για αυτό, είναι εκείνος ο πρώτος άνθρωπος που θα δεις διπλα σου εκείνη τη στιγμή και που θα τού πεις ό,τι μπορείς να φέρεις στα μέτρα του αντιληπτού. Φοβάσαι, ναι, εξυπακούεται ότι φοβάσαι μήπως γίνει θνητό, αλλά πρέπει να αποσυμπιέσεις τον βόμβο από το βίωμα. Ή ψευτοβίωμα. Αλλά αφού το ζεις εκείνη τη στιγμή, έστω και νοερά, τότε γιατί να μην θεωρείτα βίωμα;

Δύο φορές μού έτυχε αυτό. Τα όνειρά μου γενικά έχουν μετατραπεί σε πολύ έντονα χτυπήματα, θετικά, αρνητικά, ακόμα και χτυπήματα αχρωμάτιστα. Το τελευταίο έδωσε μία βοήθεια μετάφρασής του σε κάτι πιο γήινο. Το μέσο για τη μετάφραση κατάλαβα ότι είναι οι Ulver και ειδικά το Quick Fix Of Melancholy. Λέω για τη διάθεση, για αυτό που μένει κατά το άκουσμα. Σχετικό -και μάλιστα αρκετά σχετικό- είναι και αυτό που μένει από τα όνειρά μου, εφόσον πρόκειται για όνειρα το ίδιο έντονα με τα δύο τελευταία.


Περιγράφω το τελευταίο. Το έκανα πολύ πιο συγκεκριμένο από τη φύση του. Ήθελα να μείνει αφηρημένο, αλλά ήθελα και να αποθηκευτεί. Για το πρώτο δεν τολμώ να μιλήσω, έχει περάσει καιρός και θα χαθεί το μυστήριό του.

Α’

Μονοπάτι. Νύχτα. Πλάκες πέτρινες
και λίγο δάσος να πλησιάζει την πόλη.
Δέντρα μάς μονώνουν
απ’την βουή των αυτοκινήτων
από τις φιγούρες που ανασαίνουν.
Μία τσάντα με χαρτιά. Δεν τη θέλω.
«Ανέβα. Τώρα». Όχι, δεν θέλω να ανέβω ακόμα. Πρέπει όμως.
Θα γλιτώσω. Μπαίνω ξανά στην πολυκατοικία.
Η πόρτα της εισόδου ανοίγει. Παίρνω το ασανσέρ. Θυμάμαι:
«Πήγαινε. Θα χάσεις». Θα πάω. Όχι όμως εκεί.
Γιατί δεν με νοιάζει τώρα αν θα κερδίσω.
Ασανσέρ μεγάλο. Πατάω το 6, όχι το 2. Το 6, το 6, ξανά, ξανά, γρήγορα,
θα με δουν, θα με ακούσουν, το 6. Μην πατήσεις το 2.


Β’

Ώμοι συσπειρωμένοι μέσα σε ασανσέρ
μικρό, σκούρο, σιδερένιο
με μια αδύναμη λάμπα φθορισμού.
Με κλείνει το τετράγωνο.
Με έκλεισε και δεν χωράω και φοβάμαι.
Βουβός πανικός.
Το ασανσέρ ανεβαίνει αργά
σαν να παίζει με τα όριά μου.
Θα ανοίξει η πόρτα, θα ανοίξει...

Βγήκα.
Μαύρη μεγαλοπρέπεια ντυμένη με μάρμαρο.
Το ταβάνι ψηλά.
Το πάτωμα σκούρο με ματ μάρμαρο.
Οι τοίχοι σκούροι, ακανόνιστα γεωμετρικά σχήματα.
Δίπλα σε μεγάλα ανοίγματα του τοίχου
Ανοίγματα-έξοδοι, με αιθέριες γιγαντιαίες κουρτίνες να κύρτονται στο μέσα.
Έξω ένα μπαλκόνι.
Ίσως από νεφελώδες μάρμαρο. Σκούρο. Σκούρο.
Η νύχτα. Σκούρα. Η πόλη. Μια πόλη. Η πόλη φωτεινή.
Στο σκούρο δάπεδο έλαμπε η πόλη.

Η πόλη φωτεινή.
Το μπαλκόνι ήταν πόλη και έβλεπε τα φώτα της
στο βάθος του βραδινού ορίζοντα.
Μπαίνω ξανά μέσα. Η πόρτα η ψηλή η μεγάλη η μαρμάρινη
ανοίγει. Ακούγεται μουσική. Πλήκτρα. Μπλεγμένα πλήκτρα.
Και ο χώρος, να,
πλήκτρα ασπρόμαυρα σε μαύρο δέος.
"Προ-σχολιάζοντας: Είναι απλό και ειλικρινές."


Με συγχωρείτε λίγο και έφυγε από το πηγαδάκι των κρασιών στο χέρι και των συγκρατημένων χαμόγελων. Τα παπιόν των άλλων τού θύμιζαν το δικό του, το δικό του τώρα τον έσφιγγε πολύ, το παπιόν το δικό του τον έκανε να νιώθει πια ότι σκάει. Άφησε το ποτήρι του με το κρασί στον μπουφέ και πήγε προς τις τουαλέτες. Στη μικρή διαδρομή δέχτηκε τα βλέμματα πολλών, εξεταστικά από τους άνδρες και προσεγγιστικά από τις γυναίκες. Ανταπέδωσε ανάλογα, με αδιαφορία στους μεν και με εκτίμηση στις δε.

Γυναικών...Να των ανδρών. Η πόρτα ανάλαφρη, σπρώχνεις, ανοίγει, κλείνει από μόνη της, ο άλλος πλένει τα χέρια του, φαίνεται να καταφέρνει να μην βρέχει το μανίκι, δεν παίζει να ‘ναι κανάς άλλος μέσα, πολλή ησυχία, το νερό σταμάτησε, ναι, το χαρτί...τέλος. Εγώ εν τω μεταξύ ας απασχολούμαι με την πόρτα που θα επιλέξω. Ο άλλος ανοίγει την πόρτα και αυτή κάνει το ανάλαφρο τεταρτοκύκλιό της. Μόνος; Ναι, μάλλον, μόνος. Ο χώρος είναι απομονωμένος, μέσα γεύονται το φαΐ και τη μουσική και τις γυναικείες φιγούρες. Ας μπω εδώ. Πολύ μάρμαρο, σαν καθρέπτες παντού, στα πατώματα, στους τοίχους...μα μάρμαρα στις τουαλέτες; Για να πετάξεις τα σκατά που έφαγες τόση χλιδή... Ανοίγει το φερμουάρ, κατεβάζει το παντελόνι, περιμένει λίγο, κλείνει τα μάτια του. Εσωτερικό «ουφ», πολύ θα ήθελε να το πει και απ’ έξω του, αλλά δεν τολμούσε. Ο νους του τρέχει για λίγο, θυμάται, χαμογελά, αφαιρείται. Ξεχάστηκε τώρα. Κατεβάζει το σώβρακό του, προετοιμάζεται ψυχολογικά, κατόπιν σωματικά, τα χέρια του πλησιάζουν το όργανό του, έτοιμο πια για τη διαδικασία. Τώρα παύει να τη σκέφτεται, είναι αυτός και η οργανική του πια ανάγκη, αυτός και η ικανοποίηση, η ηδονή, ο οργασμός...Κατά την αποκορύφωση πιέστηκε να ανοίξει τα μάτια του, κοίταζε γύρω του καθώς το μισό του κορμί ψευτο-έλιωνε, γύρω του το μάρμαρο, ο καθρέπτης, ο εαυτός του τριγύρω του να τον κοιτάζει με τη ματιά της απόλαυσης και κατόπιν του υπολείμματος της μαλακίας. Ο οργασμός υποχώρησε απότομα, τα χέρια έμειναν εκεί χαλαρά, το σώμα ξέσπασε αλλά εκείνος εγκλωβίστηκε μέσα σε ένα παιχνίδι που ο ίδιος είχε σκηνοθετήσει. Τελικά η κίνηση αυτή είναι πολύ ευαίσθητη, πρέπει να γίνεται υπό αυστηρές προσωπικές συνθήκες. Είναι κίνηση επικίνδυνη. Επικίνδυνη; Τι επικίνδυνη, ρε, μια ζωή μαλάκας, έτσι και τώρα, μαλάκας είσαι, να αρχίσεις να σού παίρνεις και πίπες! Και όλα αυτά υπό επήρεια, αυτή, αυτή, να πού έφθασα για αυτή. Ώστε «αυτή» πια;Έγινε «αυτή»; Έπεσαν δηλαδή τα ονόματα και η προσοχή και τα βάθρα; Για αυτή λοιπόν, για μια από τις πολλές «αυτές» με ειδα να ξεφτιλίζομαι. Δεν έκανα έρωτα μαζί της, ούτε καν σεξ. Ήμουν μόνος μου εδώ και αυθυποβαλλόμουν ότι είμαι μαζί της.

Παιχνίδι δεύτερο τώρα. Η νέα αυθυποβολή. Το «αυτή» ήταν αυθόρμητο, μα και μια δικαιολογία αναγκαία για την άφεση της κίνησής του.Θα μπορούσα να είχα πάει με πουτάνα. Αλλά το έκανα σκεπτόμενος εκείνη, αυτό είναι προδοσία για το τότε, για εμένα, για το τώρα. Και τώρα που κορέστηκε η σάρκα εκτιμώ τις στιγμές μαζί της, εκτιμώ την ίδια, επιθυμώ να μού μιλήσει, να με κοιτάξει, να την αγκαλιάσω σφιχτά και να επιζητήσω να με αγκαλιάσει κι εκείνη. Θέλω εκείνη την αύρα γύρω από τις μορφές μας όταν στέκονταν δίπλα, εκείνα τα συναισθήματα που πάλλονταν σαν πόδια ψηλόλιγνης αράχνης, τόσο αιθέρια και ανάλαφρα όσο και τρομαχτικά. Όχι, δεν είσαι αυτή. Αλλά δεν είσαι και εδώ και εγώ ζητούσα ένα εδώ. Δεν μετάνοιωσα τελικά, αλίμονο. Το ήθελα και το έκανα. Δεν υπάρχει λόγος να μετανοιώσω για κάτι που ήθελα.

Βγήκε από την πόρτα έτοιμος. Το παπιόν στην τσέπη, τα μανίκια του πιτσιλημένα από νερό, τα χέρια του χωρίς ένα ποτήρι ή κάτι τις να τα απαλλάσσει από την αμηχανία. Περπατούσε στην αίθουσα δεξιώσεων απολαμβάνοντας τον πιανίστα, ναι, είναι πολύ καλός, τον εναπομείναντα μπουφέ, τα φώτα στην κορυφή του ψηλοτάβανου δωματίου, το ζάλισμα από το κεφάλι να κοιτάζει ψηλά, το γκαρσόνι
«Θα πιείτε κάτι;» - «Όχι, τίποτα.»
Πονάς;
Ναι, προσπάθησε να διώξεις
τις πληγές που συσσωρεύτηκαν.
Μηπως και καταλάβεις
την κοινή φύση όλων μας.
Γιατί είμαστε αναλώσιμοι, γιατί ζητάμε το αειθαλές
και η φθορά μάς πανικοβάλλει.
Χαμήλωσε τα βάθρα τώρα,
ο ουρανός μας είναι ξάστερος και παγερός.
Και ενώ εδώ η πυξίδα τρεμοπαίζει
τα άστρα τη δείχουν την πορεία.
Τα βάθρα στην πορεία δεν υπάρχουν
που έχεις να ακολουθήσεις
ισοπεδώνοντας
την αυθεντία, το γνώριμο, τον έρωτα και τις πυξίδες.
Ο ουρανός στο μαρτυρά
τι έχεις να ακολουθήσεις.



Όνειρο

Δυνητικά είναι όνειρο. Δεν είναι κάποιο συγκεκριμένο, αλλά εκφράζει συγκεκριμένο βίωμα και συναίσθημα. Είναι αυτό το παιχνίδι μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας. Όταν ξυπνώ έρχεται συνήθως πόνος . Σε μία διπλή πραγματικότητα δεν άντεξα τη διαφορά και...έγραψα.


A’

Το στόμα ήταν ακόμη σφαλισμένο
Από ‘κείνο το αχνό δάχτυλο
Που τη μιλιά σού καταπίνει.

Λιθοβολούνταν μεταξύ τους η όψη και το σφάλισμα
Έσπασαν τον καθρέπτη τον διαχωριστικό τους
Τα θρύψαλα καρφώθηκαν στα σφιχτά μάτια
Που μάταια έκλεινα για να μην πονέσω.
Και λέξη δεν πρόλαβα.

Τα μάτια ανοίγουν λίγο λίγο.
Ο πόνος του ονειρικού χαρακώματος είναι ακόμη πιο έντονος
Όταν ξυπνάς
Και χαρακώνεσαι απ’ την απώλεια του πραγματικού.


Β’

Ο ουρανός πια που κρατώ
Βάρυνε απότομα
Και τα σύννεφα φέρνουν κραδασμούς απ’ τις καταιγίδες.
Ηλεκτρίζομαι από τον ήχο του κεραυνού
Που διαπερνά τη σχισμή του κρανίου
Και πυρακτώνει με ρίγος το κέντρο της συνειδήσεως.

Ο ουρανός καίγεται και με καίει.
Αφήνω να πέσει στη λίμνη
Με καπνό απ’ την εφυδατωμένη φωτιά
Και κραυγές
-Συγνώμη.-
Και βουβά εγώ
Τρέμω πως πνίγεται η τελευταία μου ελπίδα τώρα δα
Καθώς βλέπω τον Αυγερινό να βυθαίνεται
Και την Πούλια να μην ανασταίνεται.

Σκιές

Ήσασταν εκεί, ήσασταν εδώ.
Είστε εκεί και είστε εδώ
στα όνειρά μου.
Κάτι σκιές μονάχα βλέπω
-ζωντανές ή απατηλές
υποσχετικές ή απειλητικές-
στους τοίχους από φωτιά που σιγο-καίγεται.
Και κάθε φορά ζητώ
να έρθουν να μού μιλήσουν
μα τρέχουν μακρυά.
Τι είναι αυτή η νύχτα, αυτό το εδώ, αυτό το εκεί;
Καθήστε, παρακαλώ.
Με μπερδέψατε και πια
δεν ξέρω τι να ονειρευτώ.

Tuesday 29 May 2007

Θύμησις

ναι, αμέ. θυμάμαι, πολύ καλη μνήμη, μα κρίμα να έχω αμνησία.

(αμέ.)

Μόλις στο μηδέν

Αρκετά.

Πέσαμε. Γλείφουμε το χώμα

και μασάμε χαλίκια.

Τα δόντια μας ραγίζουν.

Τα μάτια μας στα μάτια σας ματώνουν.

Πέσαμε. Μάς πατάτε

χαμηλά. Και σκόνη από την αναστάτωση των καλπασμών.

Πυροβολητά διαπερνούν τις συνειδήσεις,

ουρλιάζουν. Το έδαφος πάλλεται.

Έρχονται και άλλοι βάρβαροι.

Μάς ισοπεδώνετε, μάς χαρακώνετε.

Γίναμε ζώα και δούλοι,

παρακαλούμε πια.

Παραδοθήκαμε. Είμαστε εδώ χάμω.

Αρκετά. Χάσαμε τη δύναμη, χάσαμε τον άνθρωπο

γίναμε χώμα και λιώμα, γίναμε πέτρες και σκόνη.

Εξαϋλωθήκαμε

και δεν παρακαλούμε πια.

Αχά..Το συγκεκριμένο λέει για πολλά, λέει για τη ματαιοδοξία, για την πίστη, για την ταύτιση. Είναι μια μετάπτωση από το πάθος στην εξοικείωση και στην απομυθοποίηση. Είναι και άλλα, περισσότερα...

(Τίτλος)

Σαν σ’ ένα παζάρι.

Καλάθια, υφάσματα το ένα πάνω στο άλλο, εικόνες πληθωρικές και μαζικές, έλλειψη συγκεκριμένου, μια ενοχλητική ποικιλία. Η εικόνα δομείται από πολλά χρώματα. Ενσαρκώνεται από σπασμωδικές και νευρικές κινήσεις. Το πλήθος και η βουή του. Η βουή της αναστάτωσης. Και η σκόνη και ο καπνός της αναζήτησης. Πάνω από τις κορυφές των κεφαλιών.


Ματιές γρήγορες και κοφτές. Το κεφάλι γυρνά δεξιά-αριστερά σε κάθε βήμα σαν να ταλαντώνεται. Αξιολόγηση και αποδοχή και απόρριψη. Τα υλικά πάνω στις κουρελούδες του πατώματος είναι πολλά. Μα και αναλώσιμα από κάποιον αγοραστή που θα προλάβει την αγορά. Μέσα σε ένα ανθρώπινο χάος, σε ένα σαρκικό ξέσπασμα από ιδρωμένες επιδερμίδες και γυαλιστερά πρόσωπα, ο καθένας αναμένει την καταστάλαξη και την κτήση. Την ιδιοκτησία και την αποκατάσταση του δικού του. Βιάζεται, κλέβει ματιές, θα βρει ωραία νταμιτζάνα, θα προλάβει κάποιος άλλος την αγορά μιας τέτοιας πιθανής νταμιτζάνας, αρέσει όντως η νταμιτζάνα; Μήπως αρέσει επειδή οι προσωπικοί συνειρμοί μεταπλάθουν την αντικειμενική της εικόνα; Αντικειμενική εικόνα και υποκειμενική εικόνα, ο αποχρωματισμός και η απόχρωση.

Ναι, η νταμιτζάνα είναι μια πιθανή επιλογή. Μα παρά κάτω υπάρχει ένα βάζο πήλινο και αιγυπτιακό, μυστηριώδες . Στη Μεσοποταμια η Αίγυπτος εκφράζει τον πόθο ενός ταξιδιού, ωραίο το αιγυπτιακό βάζο. Πιο ωραίο από την νταμιτζάνα, ίσως. Η νταμιτζάνα ήταν πρακτική και απλή και όμορφη, το βάζο είναι πιο απατηλό και πιο ουτοπικό. Το βάζο εκφράζει τον πόθο του Νείλου, της σποράς και της καλλιέργειας, του Ρα και του ήλιου.
Η αγορά του βάζου λοιπόν. Η επιθυμία ικανοποιήθηκε, η ορμή για διερεύνηση και αποκρυστάλλωση κορέστηκε. Δεν επιζητείται κάτι περισσότερο, δεν υπάρχει η ανάγκη της ανακάλυψης του ιδεατού και της τελειότητας. Αγοράστηκε το βάζο επειδή ταυτίστηκε με την ανικανοποίητη επιθυμία ενός αιγυπτιακού ταξιδιού. Η ανάγκη για την Αίγυπτο πλάσαρε το βάζο στον νου και έπειτα στη συναισθηματική κατεργασία . Το βάζο αγοράστηκε και κατοχυρώθηκε.
Οι αγκώνες έχουν περισφιχτεί γύρω από το βάζο. Μην πέσει και σπάσει. Διαδρομή προς την κατοικία. Πέρασμα μέσα από το πλήθος. Το πλήθος άλλαξε, μετακινήθηκε. Τα κουρέλια και η πραμάτεια στα κουρέλια έμειναν εκεί. Η διαδρομή τού πήγαινε έγινε η διαδρομή τής επιστροφής . Να το κουρέλι με την νταμιτζάνα, ματιά νοσταλγική και απαξιωτική συνάμα, ματιά που κρύβει ανησυχία για το αν πράγματι το βάζο ήταν προτιμότερο της νταμιτζάνας . Αλλά το βάζο βρίσκεται στην αγκαλιά και υπόσχεται πολλά. Και τα υπόσχεται άμεσα. Γύρισμα του κεφαλιού ευθεία, αγνάντεμα στη διαδρομή της επιστροφής αλλά με ένα νέο αντικείμενο αυτή τη φορά. Δύο πράγματα άλλαξαν· τα άδεια χέρια που τώρα είναι γεμάτα και οι περαστικοί στην πορεία .
Άφηξη στην κατοικία. Τοποθέτηση του βάζου με προσεκτικό τρόπο στο τραπέζι. Άναμμα φωτιάς στην άκρη του δωματίου, γέμισμα του νέου βάζου με νερό από την πηγή. Λίγο ψωμί και ύπνος στα κουρέλια . Το βάζο ίσως να προσφέρει όνειρα στην Αίγυπτο κατά τον ύπνο.
Πρωί. Έξω κόσμος, φασαρία, χορεύτριες στους δρόμους, κάρα με ζώα. Αλλά αντίκρυσμα στο βάζο είναι η έγνοια . Να, να το, εδώ είναι.


Το βάζο παρέμεινε στην ίδια θέση και το επόμενο πρωινό και το μεθεπόμενο και πολλά πρωινά ακόμα. Για αρκετές μέρες γεμιζόταν με νερό. Σταμάτησε και να γεμίζεται. Κάποτε ράγισε από τις απότομες μεταβολές της θερμοκρασίας . Ξεχάστηκε, πετάχτηκε. Όπως κάθε υλικό, έτσι κι αυτό υπόκειται στη φθορά και δεν είναι αειθαλές . Η ύλη φθείρεται. Το αίσθημα πάνω σε κάτι υλικό φθείρεται, ο άνθρωπος είναι ύλη και φθείρεται· η ύλη προορίζεται για την υλη. Η ύλη γεννά συναισθήματα το ίδιο εύκολα όσο και τα αφανίζει. Η ιδέα περί αφθάρτου είναι ουτοπία και η δέσμευση με την ύλη είναι φθορά .